- συνωρίζω
- και αττ. τ. ξυνωρίζω Α [συνωρίς, -ίδος]1. (σχετικά με ζώα) τοποθετώ στον ίδιο ζυγό2. (αμτβ.) συνδέομαι («ἰχθύσιν ἤ Διδύμοισι συνωρίζουσι κατ' αἴθρην», Μαν.)3. (το β' εν. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ.) ξυνωρίζου(ενν. χέρα) ένωσε το χέρι σου με το δικό μου.
Dictionary of Greek. 2013.